WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
to date adv | (up to now) | ως τώρα, μέχρι σήμερα, μέχρι στιγμής φρ ως επίρ |
| To date, I haven't heard anything new about the situation. |
| To date, we have not received your payment. |
| Μέχρι στιγμής δεν έχω ακούσει κάτι καινούριο για την κατάσταση. //Μέχρι στιγμής δεν έχουμε λάβει την πληρωμή σας. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Phrasal verbs
|
date back to [sth] vi phrasal + prep | (exist since) (υλικό αντικείμενο) | χρονολογούμαι από ρ αμ + πρόθ |
| | χρονολογούμαι από την εποχή του περίφρ |
| (κάτι άυλο) | κρατάω από, υπάρχω από ρ αμ + πρόθ |
| | βαστάω από, βαστώ από ρ αμ + πρόθ |
| The fossils dated back to the Precambrian eon. |
| Τα απολιθώματα χρονολογούνται από το Προκάμβριο. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: